- σταιτινοκογχομαγής
- σταιτινοκογχομαγήςmoulded into a boss of doughmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταιτινοκογχομαγής — ές, Α ζυμωμένος από χυλό αλευριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίτινος + κόγχος «πηχτός ζωμός» + μαγής (< θ. μαγ τού μάσσω «ζυμώνω», πρβλ. μέμαγμαι, μάγμα)] … Dictionary of Greek